- συνακολούθησις
- -ήσεως, ἡ, Α [συνακολουθῶ]1. λογική ακολουθία2. ευπείθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνέπεια — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια τής αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του») 2. λογική ακολουθία 3. το να είναι κανείς πιστός στον … Dictionary of Greek
σύμφρασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [συμφράζω] η συνέχεια, η συνεχής ροή τού λόγου («σύμφρασις δὲ ἡ συνακολούθησις τοῡ λόγου ἢ λέξεων σύνθεσις», Χοιροβ.) … Dictionary of Greek